- μέσαν
- μέσαν (Μ)επίρρ. βλ. μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέσαν — μέσᾱν , μέση mese fem acc sg (doric aeolic) μέσᾱν , μέσης a wind between masc acc sg (epic doric aeolic) μέσης a wind between masc acc sg μέσᾱν , μέσος b fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek